Ζιζάννειο, το Forum (φόρουμ)
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Προφανώς άτιτλο.

Πήγαινε κάτω

Προφανώς άτιτλο. Empty Προφανώς άτιτλο.

Δημοσίευση από Ναρκίσσα Τρι Νοε 27, 2012 10:31 pm

Πρέπει να ήταν μια Κυριακή βράδυ.


Βγήκε από το μπάνιο με ένα αργό ελαφρύ βάδισμα. Αρκετά
ανέμελος, περισσότερο απ’ ότι συνήθως. Πάντοτε τον χαρακτήριζε μία ανεξήγητη
χαλαρότητα, μία ελεγχόμενη ψυχραιμία. Στην χειρότερη των περιπτώσεων μια
εκνευριστική αναισθησία. Φάνηκε πολύ πιο
ήρεμος εκείνο το βράδυ όμως. Το σπίτι του εντελώς άδειο, άψυχο. Διεπόταν μόνο
από τον επαναλαμβανόμενο ήχο της μηχανής του πλυντηρίου που αποτελούσε σχεδόν ένδειξη
πως ήταν κατοικήσιμο. Χαμογέλασε
σαρδόνια και κινήθηκε προς το πικ – απ. Απολάμβανε σαφώς την αρμονία του τοπίου
, η ησυχία ωστόσο τον ενοχλούσε.


Τζαζ. Η κατάλληλη λύση.


Ο άντρας έσκυψε σε ένα παλιό καταχωνιασμένο ράφι και βρήκε
τον σκονισμένο δίσκο βινυλίου που επιθυμούσε.
Χόρεψε απαλά στην μελωδία και προσέφερε στον εαυτό του ένα ποτήρι κρασί.
Δίχως να χάσει χρόνο, το ρούφηξε λαίμαργα. Σαν να τον καταδίωκαν, σαν να ήταν
εκείνο το τελευταίο ποτό που θα γευόταν. Πέταξε αμέσως το ποτήρι και έπιασε το
μπουκάλι πίνοντας ακατάπαυστα. Αιματηρές
κηλίδες λέρωσαν το άσπρο μπουρνούζι του και το μαρμάρινο πάτωμα. Ένα σιγανό
παράπονο που ακούστηκε από τα πόδια του τον έκανε να αποχωριστεί για λίγο το
λατρεμένο μπουκάλι και να αφοσιωθεί στην πηγή της γκρίνιας.


Οι γάτες απεχθάνονται το κρασί.


Γι αυτό και κείνος ο
κλαψιάρης γάτος δυσανασχέτησε με τις σταγόνες που είχαν προσγειωθεί άγαρμπα
στην μουσούδα του. Ο νέος τον χάιδεψε απότομα μα στοργικά και τον σήκωσε το
δεξί του χέρι. Ένα αποπνικτικό κρύο αεράκι υπήρξε διάχυτο στο γνώριμο σαλόνι
που ανακάτευε τα κατάμαυρα μαλλιά του. Η νύχτα ήταν μαγευτική, σαγηνευτική. Αν
και λουσμένη στα άστρα εξακολουθούσε να παραμένει σκοτεινή. Το μαύρο σκότος της προσέλκυε κάθε άνθρωπο
στο άχαρο βάθος της. Ακουγόταν μάλιστα ένα παραπλανητικό τραγούδι. Σαν την
μελωδία εκείνη των σειρήνων που μάγευε τους εξαντλημένους ταξιδιώτες. Ήταν μια επικίνδυνη νύχτα. Μια βραδιά που θα
ωθούσε μέχρι και τους απλούς φιλήσυχους ανθρώπους στην διάπραξη κάποιου
αποτρόπαιου εγκλήματος.


Εκείνος ωστόσο τα αγνόησε όλα.


Δεν τον ενδιέφερε η μαγεία της νύχτας, η γοητεία του
κινδύνου. Το μόνο που του κέντρισε κάπως την προσοχή ήταν οι φλόγες του
τζακιού. Και σαν να τραγουδούσαν εκείνες το κρυφό τραγούδι , κινήθηκε προς το
μέρος τους σέρνοντας στο δεξί του χέρι τον γάτο ενώ στην αριστερή του χούφτα
σφιχτά βαστούσε το μπουκάλι. Κάθισε αναπαυτικά στο πάτωμα απέναντι από το τζάκι
και εξέταζε σχολαστικά την αργή κίνηση της φωτιάς. Τα ζωηρά πράσινα μάτια του
γούρλωσαν καθώς αντίκρισε την ασάφεια να λικνίζεται μπροστά του.


~





Σίγουρα ήταν μια Κυριακή βράδυ.


Για εκείνη όμως δεν διέφερε πολύ από τις άλλες μέρες. Όλες
διακρίνονταν από την ίδια εγρήγορση, την ίδια ανυπομονησία. Τον αγώνα για
ένταση. Φυσούσε και ξεφυσούσε ακούραστα καθώς βημάτιζε γρήγορα πάνω – κάτω . Με
κάθε της ανάσα σχεδόν αυτόματα έσχιζε και μια σελίδα από το τσαλακωμένο
μπλοκάκι που κρατούσε. Ο καπνός πλημμύριζε από το σαλόνι της ενώ η ίδια πατούσε
που και που γόπες που είχαν βρει καταφύγιο στο βρώμικο πάτωμα. Με τα
πασαλειμμένα από στάχτη δάχτυλά της έξυνε τα μαλλιά της με αγχώδεις ρυθμούς.


Μα πάντοτε έτσι ήταν.


Σκέτη αθλιότητα. Διάσπαρτα χάμω υπήρχαν κάθε λογής βιβλία,
μικρές ξεχασμένες ιστορίες, αποσπασματικά ποιήματα και πρόχειρα στιχάκια. Κάπου εκεί ανάμεσα στα μυθιστορήματα και στα
τραγούδια κείτονταν κομματάκια γυαλιού από ποτήρια ή μπουκάλια ποτών. Εκείνη
ωστόσο καθόλου συγκινημένη από την απελπιστική κατάντια του σαλονιού της
συνέχιζε να περπατά με τα αποκαλυπτικά της εσώρουχα και να σκίζει σελίδες,
απορρίπτοντας πολύτιμες προσπάθειες δημιουργίας. Οι πατούσες της μάτωναν, τα
χέρια της έτρεμαν αλλά εκείνη παρέμεινε άθικτη κι ακούραστη.


Το αεράκι της μοναξιάς
τρύπωσε μέσα στο ετοιμόρροπο σπίτι και χάιδεψε στοργικά τα
μεταξένια μαλλιά της. Η μυρωδιά του
διέγειρε την ψυχή της. Ο αέρας Αναστάτωσε το ήδη ανήσυχο μέρος, παρασέρνοντας
στον δρόμο του χαρτιά, ξύσματα ακόμα και την στάχτη που κάλυπτε κάθε
αντικείμενο στο παρακμιακό σαλόνι.


‘’ Βοήθησε με αέρα της αρχής. Γλυκό αεράκι της αλλαγής και
της δημιουργίας, φέρε την πάλι κοντά μου. Ώθησε την πεντάμορφη φιγούρα της πίσω
στο μυαλό μου, φέρε την με τα ελαφρά κύματα σου. Αυτήν την θεά θέλω να κρατώ
μονάχα. Να ξυπνά και να κοιμάται πλάι μου, να μου πιέζει τρυφερά τα μάτια και
το βράδυ να με νανουρίζει με τα ακατανόητα τραγούδια της. Να μου αποκαλύπτει ολοφάνερα
την μαγεία της, χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες. Και γω να βυθίζομαι, να
τρελαίνομαι με τα χάδια της.. ‘’


Η γυναίκα με δάκρυα στα ολόμαυρα μάτια της και το χέρι
ανασηκωμένο προς το ανοιχτό παράθυρο προσευχήθηκε στην αναμφισβήτητη δύναμη της
φύσης. Επικαλούταν μια θεά, μια θεϊκή παρουσία γνωστή σε κείνη και μόνο…ή
μάλλον μια ύπαρξη προσιτή μόνο σε εκείνη. Ευχόταν και παρακαλούσε για ένα
σημάδι που θα την ξανάφερνε πίσω στις κακογραμμένες σελίδες του μυαλού
της. Στα βιβλία των συρταριών της.


Ξαφνικά ένας θόρυβος αποσυντόνισε την κοπέλα και την έκανε
να ξεχάσει για λίγο την θλίψη της.


Το τζάκι.


Οι θηλυκές φλόγες
τύφλωναν τα μάτια της με την συγκλονιστική σαγήνη τους. Εκείνη αυτόματα έτρεξε
προς την φωτιά, ξεφορτώνοντας το ασήμαντο μπλοκάκι. Έπεσε μπροστά στο τζάκι και
παρακολουθούσε καταγοητευμένη τον χορό της απροσδιοριστίας.


~


Το αγόρι χόρευε τρελαμένο στον ρυθμό ενός ξεχασμένου τανγκό.
Με αργές εξιδανικευμένες κινήσεις χάραζε τον αέρα ενώ η γαλήνη του αναδυόταν
από τις φλόγες του τζακιού. Μοιραζόταν την μοναξιά του με την ατμόσφαιρα, το
σύμπαν αποτελούσε την πιστή παρτενέρ του. Αγκάλιαζε σφιχτά το κενό και συνέχιζε
τον καθορισμένο βηματισμό.


Ίσως να ταυτιζόταν με την φωτιά. Ίσως το κορμί του να ήταν
μια φλόγα.


Τα αρμονικά χαρακτηριστικά του προσώπου του πρόδιδαν την
ηλικία του. Ήταν ένα αθώο μικρό αγόρι του οποίου η αγνότητα έφεγγε στο σκοτάδι
που τον περιέβαλλε. Το παιδί σιγοτραγουδούσε καθώς η ανεξίτηλη μορφή του
διαγραφόταν στο χάος.


Η ομορφιά του ήταν αξεπέραστη. Το σώμα του μερικές φορές
χανόταν, διαλυόταν στο χάος. Ήταν όντως ανθρώπινη αυτή η κινούμενη φιγούρα? Τα
χρυσά του μαλλιά ταίριαζαν με την φανταχτερή ψυχή του. Μια ψυχή γεμάτη δίψα για
κάθε τι νοητό, για οτιδήποτε ανυπόστατο. Εκείνος κάπου – κάπου δάκρυζε, το
τραγούδι του ανακατευόταν με λυγμούς και τρυπούσε τα αυτιά των άφωνων θεατών.


Όλο και πιο γρήγορα, πιο γρήγορα.


Οι κινήσεις του ολοένα και εξαφανίζονταν. Η μορφή του
αλλοιωνόταν και αυτό που έμενε ήταν το περίγραμμα μιας αγγελικής ψευδαίσθησης.
Έτσι χάραξε την γοητεία του στα μάτια των εμβρόντητων.


~


Ο άντρας κινήθηκε
προς τα πίσω κατατρομαγμένος. Τα μάτια του γούρλωσαν από δέος καθώς άφησε μια
απεγνωσμένη κραυγή. Δεν μπορούσε να καταλάβει, δεν ήξερε πως. Δάγκωσε τα χείλη
του βίαια και κάλυψε το πρόσωπο του. Ακόμα κι ο γάτος ξαφνιασμένος κρύφτηκε
πίσω από το αφεντικό του.


Έχασε για λίγο την ασύλληπτη εικόνα από το πεδίο όρασης του.


Ανάσαινε βαριά καθώς προσπαθούσε να νοήσει το ακατανόητο. Τι
είχε μόλις παρακολουθήσει? Σαν τύμπανο χτυπούσε η καρδιά του. Τα δάχτυλά του
πίεζαν τα μάτια του σαν να προσπαθούσε να διαγράψει το απόκοσμο φαινόμενο που
διαδραματιζόταν μπροστά του. Στις φλόγες του τζακιού του. Άκουγε την αναπνοή
του και τρόμαζε περισσότερο.


Φοβόταν, έτρεμε, αλλά δεν μπορούσε να απομακρυνθεί.


Δεν μπορούσε να σταματήσει να αγναντεύει αποχαυνωμένος το
αγόρι που κυλιόταν στην μέγιστη ηδονή. Άνοιξε και πάλι τα μάτια του. Η οπτασία
φάνταζε τόσο χαρούμενη , ευτυχισμένη.


Και σαν να ζήλευε λίγο την ευδαιμονία του, σαν να επιθυμούσε
να διεκδικήσει ένα μέρος από την απέραντη γαλήνη του, πλησίασε διστακτικά τις
φλόγες.


~


Η γυναίκα κάρφωσε το θανατηφόρο βλέμμα της πάνω του.


Κρύος ιδρώτας απλωνόταν από το πρόσωπό της, έγδερνε τα χλωμά
μάγουλά της.


Κάτι προσπαθούσε να πει, να αρθρώσει κάποια λέξη ή επιφώνημα
που θα αντανακλούσε τον μπερδεμένο ψυχισμό της. Κάθε λογής συναίσθημα φώλιασε
μέσα της. Όλα εκτός από φόβο. Δεν είχε
χρόνο για φόβο ή πανικό.


Η δίψα της για γνώση, για πλήρη κατάκτηση, για έλεγχο, δεν
άφηνε περιθώριο για τέτοιου είδους ταπεινά συναισθήματα. Έπρεπε να καταβροχθίσει
την ιδέα.


Γιατί το αγόρι ήταν μια άπιαστη ιδέα.


Ξαφνικά οι κόρες των ματιών της άρχισαν να περιστρέφονται
μανιωδώς. Εκείνη εισέπνευσε εξετάζοντας την μυρωδιά της φωτιάς. Επιθυμούσε να
εξακριβώσει την απώτερη πηγή της παραίσθησης της, να καταλάβει την βαθύτερη
φύση του πανάρετου χορευτή.


‘’ Ωω Θεά! Είναι αυτό το σημάδι της υπεροχής σου? Είναι αυτό
το αγγελικό θέαμα δημιούργημά σου? Τι ευτυχία! Εισακούστηκαν οι προσευχές
μου!‘’


Αναφώνησε εγκάρδια καθώς ψηλαφούσε στα τυφλά το πάτωμα
αναζητώντας χαρτί και μολύβι. Δεν ήθελε ούτε για δευτερόλεπτο να το αφήσει να
ξεφύγει από την όρασή της. Θα κατέγραφε την ουράνια προσωποποίηση της αρετής
που με χορευτικές κινήσεις ξετυλιγόταν απέναντί της.


Γι αυτό και ρίχτηκε βιαστικά κοντά στην πύλη της ομορφιάς.


~


Η οπτασία εξαπλώθηκε στους τοίχους της ψυχής των κατάπληκτων
γήινων. Στοίχειωνε τις καρδιές τους.


Είχε πλέον πάρει άλλες διαστάσεις η μορφή του. Το σχήμα του
αγοριού δεν ήταν καθορισμένο, συγκεκριμένο. Οι παραξενεμένοι θεατές
παρακολουθούσαν πιστά κάθε μεταβολή του.


Κι εκείνος ξέσπασε σε τρανταχτό γέλιο. Γελούσε υστερικά. Το
χαμόγελο που σχιζόταν στα χείλη του φάνταζε διαβολικά αθώο. Απίστευτα αληθινό
μα τόσο απειλητικό. Σαν να κορόιδευε τον κόσμο, σαν μην άφηνε κανέναν να
συμμετέχει στο κρυφό του τανγκό.
Μαχαίρωνε το απόλυτο σκοτάδι που τον περιέβαλλε και εξακολουθούσε να
γελάει. Είχε νικήσει τον φανταστικό του εχθρό. Ήταν ο ένας και μοναδικός. Μόνος του είχε υποτάξει
το σκοτάδι με αποκλειστικό σύντροφο το αγγελικό του πρόσωπο.


Ήταν ο Θεός.


Μεθούσε με την νοητή του νίκη και βυθιζόταν στην απόκοσμη
ηδονή. Και με το γέλιο του έκανε τον χορό του ακόμα πιο ποθητό ,πιο
αξιοζήλευτο.


Και το πέτυχε. Σίγουρα το πέτυχε.


Ώθησε τους απονήρευτους ταξιδιώτες μέσω της μυστικής
μελωδίας στα φτερά του χορού.


~


Ο άντρας με δάκρυα στα μάτια παρέδωσε το χλωμό χέρι του στις
φλόγες.


Η γυναίκα με υπέρμετρη περιέργεια αναπήδησε στο τζάκι.


Και μέσα από τα καυτά
σαγηνευτικά κύματα,


Μέσα από την ακατανίκητη δύναμη της ζεστασιάς,


Αναδείχθηκε ένα ζεύγος μοναξιάς.


Τα δύο χέρια ενώθηκαν, οι πόλοι συγκρούστηκαν.


Τα πνεύματα υπέστησαν μετάλλαξη.


Τα κορμιά λικνίστηκαν με ερωτισμό και πάθος.


Ο άντρας αντίκρισε
συγκινημένος το σώμα του να τυλίγεται με το δικό της στον ρυθμό ενός
παντοδύναμου τανγκό. Εκείνη πιάστηκε από πάνω του χωρίς να το πολυσκεφτεί.
Αγκαλιάστηκαν με μανία καθώς συνέχισαν να χορεύουν παρασυρμένοι από την μουσική
της πληρότητας.


Οι κινήσεις τους ήταν
ελεύθερες. Πετούσαν στον ουρανό της νεκρής αρμονίας. Τυφλώνονταν από το φως που
αντανακλούσαν οι ψυχές τους. Σκότωναν ανελέητα το ποταπό βάρος των γήινων
απολαύσεων. Αψηφούσαν τους νόμους της κοινωνίας, απέρριπταν την τελειότητα.


Όλα στην σκιά εκείνου του αγγέλου.


Του αγγέλου της ανάμνησης και της ένωσης που χαμογελούσε
γλυκά καθώς εγκατέλειπε το ζεύγος.


~
Ναρκίσσα
Ναρκίσσα
Μέλος της Συντακτικής Ομάδας
Μέλος της Συντακτικής Ομάδας

Αριθμός μηνυμάτων : 24
Ημερομηνία εγγραφής : 02/11/2012
Ηλικία : 29
Τόπος : Land of the mentally handicapped.

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης